dicţionar Maghiar-Greac »

ül înseamnă în Greacă

MaghiarăGreacă
elnézést (figyelemfelkeltésre, valaki kikerülésekor, vagy bocsánatkérésre használható)

με συγχωρείτε (χρησιμοποιείται για να τραβήξετε την προσοχή κάποιου, για να προσπεράσετε κάποιοιν, ή για να ζητήσετε συγγνώμη)

elosztási terület

περιοχή εξαπλώσεως

elsüllyed

βουλιάζω

βυθίζω

νεροχύτης

νιπτήρας

elsüllyeszt

βυθίζω

első ülés

μπροστινό κάθισμα◼◼◼

elsőszülött

πρωτότοκος

elterült

πρηνής

elér, (időben) sikerül

προλαβαίνω (προλάβω)

elévül

εκπνέω

elül

μπροστινός◼◼◼

előkészül

προετοιμάζω

előkészület

προετοιμασία◼◼◼

παρασκευή

előregyártott épület

προκατασκευασμένο κτήριο/ΠΡΟΚΑΤ

emberi település

οικισμός ανθρώπων

emberi települések környezetvédelmi vonatkozásai

περιβαλλοντική πτυχή των ανθρώπινων οικισμών

emberi települések társadalmi, gazdasági vonatkozása

κοινωνικοοικονομική πτυχή των ανθρώπινων οικισμών

emberi településgazdálkodás

διαχείριση ανθρώπινων οικισμών

erdei biológiai védett terület

δασικό καταφύγιο βιολογικής αξίας

erdei fülesbagoly

μπούφος

erőszakos közösülés

βιασμός (viasmόs)

ettől függetlenül

ούτως ή άλλως◼◼◼

εν πάση περιπτώσει

Európai természetvédelmi terület

ευρωπαϊκό φυσικό καταφύγιο

ezek közül a színek közül melyiket szeretné?

ποιό από αυτά τα χρώματα θα θέλατε;

ezek miből készültek?

από τι είναι φτιαγμένα αυτά;

ezenfelül

επιπλέον◼◼◼

επιπροσθέτως◼◼◻

εξάλλου◼◼◻

εκτός◼◼◻

πλην◼◻◻

άλλωστε◼◻◻

συν τοις άλλοις

ezenkívül

επιπλέον◼◼◼

εξάλλου◼◼◻

επιπροσθέτως◼◼◻

εκτός◼◼◻

5678