dicţionar Maghiar-Greac »

ül înseamnă în Greacă

MaghiarăGreacă
ül

κάθημαι

κάθομαι

ül, álldogál, lakik

κάθομαι (καθίσω)

üldöztetés

δίωξη◼◼◼

διωγμός

καταδίωξη

üldözés

δίωξη◼◼◼

üledék

ίζημα◼◼◼

ίζημα/προσχωματικό υλικό

προσχωματικό υλικό

üledékes kőzet

ιζηματογενές πέτρωμα◼◼◼

Üledékes kőzetek

Ιζηματογενές πέτρωμα

üledékképződés

ιζηματαπόθεση

ιζηματογένεση

ιζηματογένεση/ιζηματαπόθεση [γεωλογικός όρος]

üledékképződés (földtan)

ιζηματαπόθεση

ιζηματογένεση

ιζηματογένεση/ιζηματαπόθεση [γεωλογικός όρος]

üledéktan

ιζηματολογία

ülepedés

(εν)απόθεση/(μαρτυρική) κατάθεση

ülepítőszer

κροκιδωτικό (μέσο)

üljön le, kérem!

παρακαλώ κάτσε

ül

άκμονας

ültetvény

φύτευση◼◼◼

φυτεία◼◼◻

ültetés

φύτευση◼◼◼

ülés

συνεδρίαση◼◼◼

κάθισμα◼◼◼

συνάντηση◼◼◻

συνέλευση◼◼◻

σύνοδος◼◼◻

έδρα◼◻◻

σύσκεψη◼◻◻

συγκέντρωση◼◻◻

επανένωση

συναρμολόγηση

καρέκλα

ülésszám

αριθμός θέσης

ülőhely

θέση◼◼◼

κάθισμα◼◼◻

12