dicţionar Maghiar-Greac »

ül înseamnă în Greacă

MaghiarăGreacă
elkerül

παράκαμψη◼◼◼

καταστρατήγηση◼◼◻

αποφεύγω (αποφύγω)

elkerülhetetlen

αναπόφευκτος◼◼◼

άφευκτος

αναπότρεπτος

elkerülhetetlenül

αναπόδραστα

αναπότρεπτα

αναπόφευκτα

elkerülés

αποφυγή◼◼◼

καταστρατήγηση◼◻◻

παράκαμψη◼◻◻

απομάκρυνση◼◻◻

διαφυγή

elkerülő út

παράκαμψη

παρακάμπτω

παρακαμπτήριος

elkezdtünk görögül tanulni

αρχίσαμε να μαθαίνουμε ελληνικά

(el)készít (→ ετοιμάζομαι készülődik, [el]készül)

ετοιμάζω

elkészült

πλήρες

πλήρης

elküld

ηλεκτρονικό ταχυδρομείο◼◼◼

αλληλογραφία◼◼◼

ταχυδρομείο◼◼◼

ηλεκτρονικό μήνυμα◼◼◻

θέση◼◼◻

(vhova) στέλνω (στείλω), (elzavar) διώχνω (-ξω)

αποστέλλω

στέλνω

elküldeni

αποστολή

elkülönít

απομόνωση◼◼◼

διαχωρίζω

χωρίζω

elkülönített

χωριστός◼◼◼

απομονωμένος◼◼◻

elkülönítés

απομόνωση◼◼◼

καραντίνα◼◼◻

elkülönítő

απομόνωση◼◼◼

ellenszegülő

ανυπότακτος

elment anélkül, hogy egy szót is szólt volna

έφυγε χωρίς να πει λέξη

4567

Istoricul cautarilor