dicţionar Maghiar-Greac »

ül înseamnă în Greacă

MaghiarăGreacă
ezenkívül

άλλωστε◼◻◻

πλην◼◻◻

συν τοις άλλοις

fejlesztési terület

περιοχή ανάπτυξης/αναπτυξιακή περιοχή

felbecsül

εκτίμηση◼◼◼

εκτιμώ

felbecsülhetetlen

ανεκτίμητος

felbecsülés

αποτίμηση◼◼◼

feleségül vesz

παντρεύομαι

παντρεύω

felhagyott ipari terület

εγκαταλειμμένος βιομηχανικός χώρος

εγκαταλελειμμένες βιομηχανικές εκτάσεις

felhasználói felület

διεπαφή χρήστη◼◼◼

felkészül

προετοιμάζομαι (-στώ)(+ για vmre)

felkészül vmire

προετοιμάζομαι (+ για)

felkészült

έτοιμος

felkészültség

γνώση◼◼◼

felkészültünk a vizsgákra

προετοιμαστήκαμε για τις εξετάσεις

felkészülés

παροχή◼◼◼

πρόβλεψη◼◼◼

fellendülés

ανάκαμψη◼◼◼

αποκατάσταση

ευημερία

ευδαιμονία

felmerül

(probléma) προκύπτει (-ψει)

αναδύομαι

felmerült egy komoly kérdés

έχει προκύψει ένα σπουδαίο ερώτημα

felszíni feszültség

επιφανειακή τάση◼◼◼

felsül

σφάλμα

feltárási terület

χώρος εκσκαφής (ανασκαφής)

feltétel nélküli

άνευ όρων◼◼◼

χωρίς όρους◼◼◻

feltétlenül

οπωσδήποτε◼◼◼

ασφαλώς◼◻◻

(okvetlenül) οπωσδήποτε

feltétlenül; hogyne; minden bizonnyal

βεβαίως

feltétlenül; hogyne; persze

ασφαλώς

felépül

ανακτώ

γιανίσκω

συνέρχομαι

6789