dicţionar Maghiar-Greac »

ül înseamnă în Greacă

MaghiarăGreacă
egyedüli

εκτός◼◼◻

απλώς◼◻◻

μεμονωμένος◼◻◻

egyedüllét

μοναξιά

egyedülálló

μόνος◼◼◼

μοναδικός◼◼◼

ανύπαντρος◼◼◻

(nem házas) άγαμος (-η-ο)

εελεύθερος / ελεύθερη

egyedülálló anyuka

ανύπαντρη μητέρα

egyedülálló apuka

ανύπαντρος γονέας

egyedülálló vagy?

είσαι ελεύθερος/η;

egyesül

ενώνω

egyesület

ένωση◼◼◼

σύλλογος◼◼◻

οργανισμός◼◼◻

ο σύλλογος◼◼◻

οργάνωση◼◼◻

εταιρεία◼◼◻

σύνδεσμος◼◻◻

σωματείο◼◻◻

κοινωνία◼◻◻

διάταξη

διοργάνωση

συνδικάτο

συνεταιρισμός

συνειρμός

Egyesült Arab Emirátusok

Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα◼◼◼

Egyesült Királyság

Ηνωμένο Βασίλειο (Inoméno Vasílio)◼◼◼

Μεγάλη Βρετανία◼◻◻

Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας◼◻◻

Egyesült Nemzetek (Szervezete)

Ηνωμένα Έθνη◼◼◼

Egyesült Nemzetek Szervezete

Ηνωμένα Έθνη◼◼◼

Egyesült Államok

Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής◼◼◼

egyesült államokbeli

Αμερικανός

egyesülés

συγχώνευση◼◼◼

ένωση◼◼◻

σύνδεσμος

egyfelől örülök, hogy látlak, másfelől tudom, hogy máshol kéne lenned

από τη μια πλευρά / αφ’ ενός μεν χαίρομαι ότι σε βλέπω, από την άλλη πλευρά / αφ’ ετέρου δε ξέρω ότι θα έπρεπε να είσαι αλλού

egyre jobban beszélsz görögül

μιλάς ελληνικά όλο και καλύτερα

3456