ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

egyedül σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
egyedül

μόνο◼◼◼

μόνη◼◼◼

μόνος◼◼◻

αποκλειστικά◼◼◻

εκτός◼◻◻

μοναδικός◼◻◻

επιπλέον◼◻◻

εξ ολοκλήρου◼◻◻

εξάλλου◼◻◻

σόλο◼◻◻

πλην◼◻◻

ένα

ένας

egyedül vagy?

είσαι μόνος / μόνη σου;

egyedül élek

zω μόνος /η μου

egyedül élsz?

μένεις μόνος /η σου;

egyedüli

μοναδικός◼◼◼

μόνο◼◼◼

μόνος◼◼◼

αποκλειστικός◼◼◻

αλλά◼◼◻

εκτός◼◼◻

απλώς◼◻◻

μεμονωμένος◼◻◻

egyedüllét

μοναξιά

egyedülálló

μόνος◼◼◼

μοναδικός◼◼◼

ανύπαντρος◼◼◻

(nem házas) άγαμος (-η-ο)

εελεύθερος / ελεύθερη

egyedülálló anyuka

ανύπαντρη μητέρα

egyedülálló apuka

ανύπαντρος γονέας

egyedülálló vagy?

είσαι ελεύθερος/η;

Mária egyedül lakik

η Μαρία μένει μόνη της

ne félts engem, egyedül is menni fog!

μη φοβάσαι για μένα, θα τα καταφέρω και μόνος μου!

nincs, egyedüli gyerek vagyok

όχι, είμαι μοναχοπαίδι

Το ιστορικό σας