ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

μόνη σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
μόνη

egyedül◼◼◼

αλησμόνητος

felejthetetlen

είσαι μόνος / μόνη σου;

egyedül vagy?

η Μαρία μένει μόνη της

Mária egyedül lakik

Ορμόνη

Hormon◼◼◼

φερομόνη

feromon◼◼◼

φερορμόνη

feromon◼◼◼