ελληνικά | ουγγρικά |
---|---|
Ανατολικό Τιμόρ (Anatolikó Timór) | |
ανατολικός | keleti◼◼◼ kelet◼◻◻ |
ανατομή | boncolás◼◼◼ |
Ανατομία | Anatómia◼◼◼ |
ανατομικός | anatómiai◼◼◼ |
ανατόμος | |
Άπω Ανατολή | |
Άπω Ανατολή (Ápo Anatolí) | |
αυτό δεν είναι δυνατόν / αυτό δε γίνεται | |
αυτό είναι εντελώς αδύνατον! | |
βορειοανατολικά | északkeleti◼◼◼ |
βορειοανατολικός | északkeleti◼◼◼ északkelet◼◻◻ |
Γλώσσα (ανατομία) | |
γόνατο (gónato) | térd◼◼◼ |
δέκατος ένατος | |
δέκατος-ένατος / δέκατη-ένατη / δέκατο-ένατο | |
δεν έχω τη δυνατότητα να αρνηθώ, (eshetőség) το ενδεχόμενο, (valószínűség) η πιθανότητα | |
δυνατή / δυνατό | |
δυνατοί άνεμοι | |
δυνατός | lehető◼◼◼ lehetséges◼◼◼ szerint◼◼◻ |
δυνατός (-ή-ό) | lehető◼◼◼ erős◼◻◻ |
δυνατός-ή-ό, πιθανός-ή-ό, ενδεχόμενος (-η-ο) | |
δυνατότητα | lehetőség◼◼◼ tud◼◼◻ képesség◼◼◻ alkalom◼◻◻ hatalom◼◻◻ |