ουγγρικά | ελληνικά |
---|---|
lehető | δυνατός◼◼◼ εφικτός◼◻◻ εναλλακτικός◼◻◻ |
lehetőleg | |
lehetőség | δυνατότητα◼◼◼ η δυνατότητα◼◼◼ ευκαιρία◼◼◻ κράτος◼◼◻ επιλογή◼◼◻ πιθανότητα◼◼◻ ενδεχόμενο◼◼◻ δυναμικό◼◼◻ εξουσία◼◻◻ ιδιότητα◼◻◻ όρος◼◻◻ ισχύς◼◻◻ δύναμη◼◻◻ δυνητικός◼◻◻ περίσταση◼◻◻ |
lehetővé tesz | |
a lehető leggyorsabban | το ταχύτερο δυνατό / όσο το δυνατό πιο γρήγορα / όσο πιο γρήγορα γίνεται |
a lehető leghamarabb | |
a lehető legnagyobb jégkrém | |
a tenger meglehetősen nyugodt | |
fennáll a lehetősége hogy terhes? | |
hogy mennek a dolgaid? (meglehetősen közvetlen) | |
hogy vagy? (meglehetősen közvetlen) | |
kérek egy blúzt, lehetőleg sárga színben | θέλω μία μπλούζα, αν είναι δυνατόν / αν γίνεται σε κίτρινο χρώμα |
meglehetősen | μάλλον◼◼◼ αρκετά◼◼◼ |