ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

térd σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
térd

γόνατο (gónato)◼◼◼

térdel

γονατίσει◼◼◼

γονατίζω

térdkalács

επιγονατίδα

térdnadrág

παντελόνι◼◼◼

βράκα

κιλότα

Το ιστορικό σας