ελληνικά | ουγγρικά |
---|---|
θέμα | ügy◼◼◼ kapcsolat◼◼◼ téma◼◼◼ összefüggés◼◼◻ személy◼◼◻ anyag◼◼◻ ügylet◼◻◻ kiadás◼◻◻ függő◼◻◻ kiad◼◻◻ származás◼◻◻ köteles◼◻◻ objektum◼◻◻ tő◼◻◻ beszél◼◻◻ származik◼◻◻ viszony◼◻◻ állampolgár◼◻◻ eredet◼◻◻ kimenetel◼◻◻ ág◼◻◻ egyén◼◻◻ kitett◼◻◻ orr◼◻◻ |
θέμα (το) | téma◼◼◼ |
αγροτικά αποθέματα | |
βλέπω είσαι πολύ γνώστης του θέματος, (tapasztalt) έμπειρος (-η-ο) | |
ευέλικτη προσέγγιση (του θέματος) της προστασίας | |
ζητήματα (θέματα) περιβαλλοντικής οικονομίας | |
θα σας ήμουν ευγνώμων εαν μπορούσατε να επιληφθείτε του θέματος το γρηγορότερο δυνατόν. | |
νομοθετική διαδικασία για περιβαλλοντικά θέματα | |
παρακαλώ δώστε προσοχή σε αυτή τη σύντομη παρουσίαση για θέματα ασφάλειας |