ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

állampolgár σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
állampolgár

υπήκοος◼◼◼

πολίτης◼◼◻

κάτοικος◼◼◻

αντικείμενο◼◻◻

θέμα◼◻◻

υποκείμενο◼◻◻

υποκείμενος◼◻◻

állampolgári jogok

δικαιώματα του πολίτη

állampolgári kezdeményezés

πρωτοβουλία πολιτών◼◼◼

állampolgári tudatosság

πολιτική συνείδηση

állampolgárság

ιθαγένεια◼◼◼

υπηκοότητα◼◼◼

εθνικότητα◼◼◻

eu állampolgárok

πολίτες εε

környezeti állampolgárság

περιβαλλοντική ιθαγένεια

Το ιστορικό σας