ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

ügylet σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
ügylet

υπόθεση◼◼◼

θέμα◼◼◼

ζήτημα◼◼◻

κατάστημα◼◼◻

kereskedelmi ügylet

εμπορική συναλλαγή◼◼◼

nemzetközi ügylet

διεθνής συναλλαγή

Το ιστορικό σας