ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

άστατο σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
Άστατο

Asztácium

άστατο (ástato)

asztácium

άστατος

változó

ακατάστατος

rendetlen

αναντικατάστατος

elengedhetetlen

nélkülözhetetlen

δισδιάστατος

kétdimenziós◼◼◼

πολυδιάστατος

többdimenziós◼◼◼

τρισδιάστατος

háromdimenziós

υποκατάστατο

helyettesítő◼◼◼

helyettesít◼◼◻

csere◼◻◻

pótlás◼◻◻

pótol

υποκατάστατο φωσφορικών αλάτων

foszfáthelyettesítő