ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

pótlás σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
pótlás

αντικατάσταση◼◼◼

αναπλήρωση◼◼◻

ανταλλακτικό◼◻◻

αλλαγή◼◻◻

υποκατάστατο◼◻◻

υποκατάσταση◼◻◻

αντικαταστάτης

kárpótlás

αποζημίωση◼◼◼

αντιστάθμιση◼◼◻

επανόρθωση◼◻◻

Το ιστορικό σας