ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

helyettesítő σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
helyettesítő

υποκατάστατο◼◼◼

αναπληρωτής◼◼◻

αντικαταστάτης◼◻◻

foszfáthelyettesítő

υποκατάστατο φωσφορικών αλάτων

Το ιστορικό σας