ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

helyettesít σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
helyettesít

αναπληρωτής◼◼◼

υποκατάστατο◼◼◼

αναπληρωματικός◼◼◻

αντικαταστάτης◼◼◻

κάλυψη◼◻◻

προμήθεια◼◻◻

προσφορά◼◻◻

τροφοδοσία◼◻◻

αναπληρώνω

αναπληρώνω (-σω), αντικαθιστώ (αντικαταστήσω)

αντικαθιστώ

helyettesíthető

fungible◼◼◼

helyettesítés

αντικατάσταση◼◼◼

αναπλήρωση◼◻◻

helyettesítés költsége

κόστος αντικατάστασης

helyettesítő

υποκατάστατο◼◼◼

αναπληρωτής◼◼◻

αντικαταστάτης◼◻◻

foszfáthelyettesítő

υποκατάστατο φωσφορικών αλάτων

Το ιστορικό σας