ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

ουρλιάζω σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
ουρλιάζω

ordít

visít

vonítás

üvöltés

ουρλιάζω (ουρλιάξω)

visít, vonyít