ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

vidám σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
vidám

αλέγρος

αστείος

γκέι

ευτυχισμένος

εύθυμος

πρόσχαρος

χαρούμενος (-η-ο)

χαρωπός

vidámpark

λούνα παρκ◼◼◼

πάρκο αναψυχής

vidámság

χαρά

a ma este nagyon vidám

είναι υπέροχη βραδιά

Το ιστορικό σας