ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

ver σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
féltestvér

αδελφός

ετεροθαλής

ετεροθαλής αδελφός

fiútestvér

αδελφός◼◼◼

αδερφός (ο)

fivér

αδελφός◼◼◼

αδερφός◼◻◻

μοναχός

gazdasági verseny

οικονομικός ανταγωνισμός

gázkeverék

μ(ε)ίγμα αερίων◼◼◼

gépfegyver

πολυβόλο

Giuseppe Verdi

Τζουζέπε Βέρντι

gyapjúpulóver

μάλλινο πουλόβερ

hangverseny

συναυλία◼◼◼

η συναυλία

κοντσέρτο

Hannover

Αννόβερο◼◼◼

hardver

υλικό◼◼◼

υλισμικό◼◼◼

hardware◼◼◻

υλικός◼◻◻

υλικό υπολογιστών◼◻◻

haver

κολλητός

όρμος

φιλαράκος

φίλος

heverő

ανάκλιντρο◼◼◼

hidegvér

ψυχραιμία

hidegvérű

ψυχρόαιμος

inverter

εναλλάκτης

inverzió

αναστροφή

inverziós réteg

στιβάδα αναστροφής

jégverés

χαλάζι◼◼◼

jobb ma egy veréb, mint holnap egy túzok

κάλλιο πέντε και στο χέρι παρά δέκα και καρτέρει

Jules Verne

Ιούλιος Βερν

kék vércse

μαυροκιρκίνεζο

kever

αναδεύω

ανακατεύω

αναμειγνύω

αναμιγνύω

3456

Το ιστορικό σας