ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

ver σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
keverék

μείγμα◼◼◼

μίγμα◼◼◻

ανάμειξη◼◼◻

ένωση◼◼◻

σύνθετο◼◻◻

κράμα◼◻◻

μιξογενής

συνονθύλευμα

keverés

μείγμα◼◼◼

τήξη◼◻◻

ανάμ(ε)ιξη/μ(ε)ίξη

kevert

μεικτός◼◼◼

kézifegyver

πιστόλι

kifelé forduló (extroverált)

εξωστρεφής

kihever

ανακτώ

kiveri

μαλακίζομαι

konvergál

συγκλίνω

konvergencia

σύγκλιση◼◼◼

konverzió

μετατροπή◼◼◼

vér

λίπος◼◼◼

γκρόσσα

λιπαρός

λιπαρός (liparós)

παχύς

παχύς (pachýs)

χοντρός-ή-ό, παχύς-ιά-ύ

vér, vastag

παχύς-ιά-ύ

Krisztus testvérei

Χριστάδελφος

lánytestvér

αδελφή◼◼◼

αδερφή

αδερφή (η)

leánytestvér

αδελφή◼◼◼

lefegyverezés

αφοπλισμός

levertség

κατάθλιψη

ύφεση

livermórium

λιβερμόριο

livermorium

λιβερμόριο

liverpool

λίβερπουλ◼◼◼

lőfegyver

όπλο◼◼◼

πυροβόλο◼◼◼

4567

Το ιστορικό σας