ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

ventiláció σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
ventiláció

(εξ)αερισμός

ventiláció/szellőztetés

(εξ)αερισμός

Το ιστορικό σας