ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

vele σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
velet

δίωξη◼◻◻

αγωγή

εγχείρηση

veleti jel

τελεστής

τηλεφωνητής

veletlen

αμόρφωτος

ne törődjön vele! nem számít!

δεν πειράζει!

nem kedvelem ...; ... nem tetszik nekem

δεν μου αρέσουν ...

nem tudok hozzáférni a leveleimhez

δεν έχω πρόσβαση στα email μου

nevelés

ανατροφή◼◼◼

διαπαιδαγώγηση

εκπαίδευση/μόρφωση/αγωγή/παιδεία

παιδεία

velés

κλιμάκωση◼◼◼

ökológiai könyvelés

οικολογική λογιστική

oktatás/nevelés

αγωγή

εκπαίδευση

εκπαίδευση/μόρφωση/αγωγή/παιδεία

μόρφωση

παιδεία

rendesen bántak veled?

σου φέρθηκαν καλά; (kezel vmit) χερίζομαι (-στώ)(+ tárgyeset)

szakvélemény

γνώμη◼◼◼

άποψη◼◻◻

szeretem veled tölteni az időt

μου αρέσει να περνάω χρόνο μαζί σου

szeretné ha feltennénk önt a levelezési listánkra?

θέλετε να βάλουμε το όνομα σας στην λίστα μας;

szeretném ezt a levelet ... küldeni

θα ήθελα να στείλω αυτό το γράμμα μέχρι...

szervezetek véletlenszerű kibocsátása

τυχαία ελευθέρωση οργανισμών

talajművelés lejtős terepen

καλλιέργεια κατά τις ισοϋψείς καμπύλες

tudasd velem!

ειδοποίησε με!

útlevélellenőrzés

έλεγχος διαβατηρίων

van kedved valamikor velem ebédelni?

θέλεις να πάμε για φαγητό κάποια στιγμή;

van kedved valamikor velem vacsorázni?

θέλεις να πάμε για δείπνο κάποια στιγμή;

234

Το ιστορικό σας