ελληνικά | ουγγρικά |
---|---|
μόρφωση | műveltség◼◼◼ végzettség◼◼◼ |
αναμόρφωση | reform◼◼◼ |
διάταξη γαιών (του εδάφους)/προετοιμασία (διαμόρφωση) | |
διαμόρφωση | alakítás◼◼◼ alakulás◼◼◻ képződmény◼◻◻ |
διαμόρφωση (επιφανείας) γαιών | |
διαμόρφωση εδάφους | |
εκπαίδευση/μόρφωση/αγωγή/παιδεία | |
επιβολή/(αναγκαστική) εκτέλεση/συμμόρφωση/εφαρμογή | |
μεταμόρφωση | |
παραμόρφωση | torzítás◼◼◼ torzulás◼◼◻ |
προτυποποίηση/κατάρτιση (διαμόρφωση) μοντέλου | |
υπερύψωση/διαμόρφωση πρανών/τραπεζικό σύστημα |