ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

παράμετρος σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
παράμετρος

paraméter◼◼◼

változó◼◻◻

ανάλυση/διακριτική ικανότητα (παράμετρος)

felbontás

felbontás (paraméter)

μετεωρολογική παράμετρος

meteorológiai paraméter

οικολογική παράμετρος

ökológiai paraméter