ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

περιορισμός σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
περιορισμός

korlátozás◼◼◼

korlát◼◻◻

tilalom◼◻◻

kényszer◼◻◻

megszorítás◼◻◻

gátlás

περιορισμός (έλεγχος) του θορύβου

zajszabályozás

χαλάρωση (περιορισμός) λειτουργίας σταθμού

erőmű leállítása