ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

tat σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
megnyugtat

ηρεμία

ηρεμώ

καλμάρω

κατευνάζω

megpróbáltatás

δοκιμασία◼◼◼

ταλαιπωρία◼◼◼

δεινοπάθημα

megrázkódtatás

τραύμα

megszámlálhatatlan

αμέτρητος

megszólaltat

ήχος

megváltoztat

αλλαγή◼◼◼

τροποποίηση◼◼◼

μεταβολή◼◼◼

εναλλαγή◼◻◻

αλλάζω

αντικαθιστώ

μεταβάλλω

ρέστα

megvitat

συζήτηση◼◼◼

διάλογος◼◻◻

συζητώ

méltat

καταδέχομαι

méltatlankodás

αγανάκτηση

méltóztat

καταδέχομαι

méltóztatik

καταδέχομαι

meteorológiai kutatás

μετεωρολογική έρευνα

Mezőgazdasági vontató

Τρακτέρ

munkáltató

εργοδότης◼◼◼

műsorszolgáltató

ραδιοφωνία◼◼◼

mutat

θέση◼◼◼

έκθεση◼◼◼

σημείο◼◼◼

στιγμή◼◼◼

αναφορά◼◼◻

βαθμός◼◼◻

παράσταση◼◻◻

αιχμή◼◻◻

επίδειξη◼◻◻

μνεία◼◻◻

δείχνω

78910

Το ιστορικό σας