ελληνικά | ουγγρικά |
---|---|
δοκιμασία | vizsgálat◼◼◼ próba◼◼◻ vizsga◼◼◻ teszt◼◼◻ vizsgál◼◼◻ tesztel◼◻◻ kísérlet◼◻◻ |
δοκιμασία για ανίχνευση ικανότητας καρκινογένεσης | |
δοκιμασία κατά Ames | |
δοκιμασία/ανάλυση (μεταλλεύματος) | |
δοκιμασία/δοκιμή/έλεγχος | |
αποδοκιμασία | rosszallás◼◼◼ |
βιολογική δοκιμασία | |
δοκιμή/δοκιμασία/εξέταση/δίκη | |
ταχεία δοκιμασία (δοκιμή) | |
τυχαία δοκιμασία (δοκιμή) |