ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

tartam σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
tartam

διάρκεια◼◼◼

περίοδος◼◻◻

(idő)tartam

διάρκεια (η)◼◼◼

elbocsátási időtartam

προθεσμία

időtartam

διάρκεια◼◼◼

napfénytartam

διάρκεια ηλιοφάνειας

élettartam

ζωή◼◼◼

Το ιστορικό σας