ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

διάρκεια (η) σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
διάρκεια (η)

(idő)tartam◼◼◼

διάρκεια ηλιοφάνειας

napfénytartam