ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

διαβάζω σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
διαβάζω

elolvas◼◼◼

felolvas

olvas

olvas, tanul, készül

olvasás

διαβάζω πολύ

sokat olvasok