ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

törvényesen σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
törvényesen

νομίμως◼◼◼

νόμιμα◼◼◻

νομικά◼◻◻

törvényesen védett jog

έννομο δικαίωμα

Το ιστορικό σας