ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

táplál σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
táplál

τροφή◼◼◼

τροφοδοσία◼◼◻

διατρέφω

τρέφω

táplálkozás

διατροφή/θρέψη

táplálkozási rendellenesség

τροφική διαταραχή

táplálás

θρέψη◼◼◼

táplálék

τροφή◼◼◼

διατροφή◼◼◻

τρόφιμα◼◼◻

δίαιτα◼◻◻

θρέψη◼◻◻

φαγητό◼◻◻

βοσκή

διαιτολόγιο

tápláló

θρεπτικός◼◼◼

alkalmazott táplálkozási mód

εφαρμοσμένη διαιτητική

alultápláltság

κακή διατροφή◼◼◼

υποσιτισμός◼◼◼

szövettápláló szint

τροφικό επίπεδο

állati táplálkozás

διατροφή (των) ζώων

Το ιστορικό σας