ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

τροφοδοσία σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
τροφοδοσία

ellátás◼◼◼

szolgáltatás◼◼◻

felszerel◼◼◻

készlet◼◻◻

táplál◼◻◻

helyettesít

τροφοδοσία των ζώων

állatetetés

ηλεκτρική τροφοδοσία/παροχή ηλεκτρικής ισχύος

elektromos energiaellátás

πυροδότηση/έναυση/τροφοδοσία πυράς/ψήσιμο/βολή/πυρά

tüzelés