ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

szexuális σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
szexuális

σεξουαλικός◼◼◼

αφροδίσιος

szexuális irányultság

σεξουαλικός προσανατολισμός◼◼◼

Szexuális úton terjedő betegségek

Σεξουαλικώς μεταδιδόμενα νοσήματα

aszexuális

ασεξουαλικός

biszexuális

αμφιφυλόφιλος

heteroszexuális

ετεροφυλόφιλος

homoszexuális

αδερφή

κίναιδος

λεσβία

ομοφυλοφιλικός

ομοφυλόφιλη

ομοφυλόφιλος

πούστης

Το ιστορικό σας