ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

ομοφυλόφιλη σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
ομοφυλόφιλη

homoszexuális

ομοφυλόφιλος (omofilófilos) , ομοφυλόφιλη (omofilófili) , λεσβία (lesvía) , slang: πούστης (pústis) , αδερφή (aderfí)

meleg