ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

szerencsétlenség σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
szerencsétlenség

ατύχημα◼◼◼

ατυχία

δυστυχία

καταστροφή

όλεθρος

Το ιστορικό σας