ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

szerencsés σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
szerencsés

ευτυχής

ευτυχής (eftikhis) , ευτυχισμένος (eftikhismenos)

ευτυχισμένος

ευτυχώς

καλορίζικος

τυχερός

τυχερός / τυχερή / τυχερό

Το ιστορικό σας