ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

szent σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
szentjánoskenyérfa

χαρουπιά◼◼◼

Szentlélek

Άγιο Πνεύμα (Ágio Pnévma)

Szentpétervár

Αγία Πετρούπολη (Agía Petroúpoli)◼◼◼

szentség

μυστήριο

szentségtörés

ανοσιούργημα

ιεροσυλία

szentségtörő

ιερόσυλος

Szentszék

Αγία Έδρα◼◼◼

széntüzelésű erőmű

μονάδα παραγωγής ενέργειας με καύση άνθρακα

a cél szentesíti az eszközt

ο σκοπός αγιάζει τα μέσα

álszent

υποκριτής

υποκριτικός

υποκρίτρια

álszenteskedés

υποκρισία

Apostoli Szentszék

Αγία Έδρα◼◼◼

Aquinói Szent Tamás

Θωμάς Ακινάτης

Aranyszájú Szent János

Ιωάννης ο Χρυσόστομος

az Atya és a Fiú és a Szentlélek nevében

εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος

felszentel

αγιάζω

felszentelés

χειροτονία

Idősebb Szent Jakab

Απόστολος Ιάκωβος

Kába szentély

Κάαμπα

mindenszentek

Αγίων Πάντων◼◼◼

Nagy Szent Vazul

Βασίλειος Καισαρείας

tüsszent

πταρνίζομαι

πταρνίζομαι (ptarnízomai)

φταρνίζομαι

φτάρνισμα

φτερνίζομαι

tüsszentés

φτάρνισμα◼◼◼

12

Το ιστορικό σας