ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

szent σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
szent

αγία◼◼◼

άγιος◼◼◻

αγιασμένος

ιερός

Szent Ambrus

Αμβρόσιος Μεδιολάνων

Szent András (apostol)

Απόστολος Ανδρέας

Szent Borbála

Αγία Βαρβάρα

szent este

παραμονή χριστουγέννων

Szent Grál

Άγιο Δισκοπότηρο

Szent György

Άγιος Γεώργιος

Szent Ilona

Αγία Ελένη◼◼◼

νήσος Αγίας Ελένης

Szent Iratokban

Αγία Γραφή

Szent Ireneus

Ειρηναίος της Λυών

Szent Jakab-kagyló

χτένι

Szent Lőrinc

Άγιος Λαυρέντιος◼◼◼

Szent Lőrinc-folyó

Άγιος Λαυρέντιος (ποταμός)

Szent Mihály

Αρχάγγελος Μιχαήλ

Szent Miklós

Άγιος Νικόλαος

Szent Patrik

Άγιος Πατρίκιος

Szent Péter

Απόστολος Πέτρος

Szent Vincent és Grenadine

Άγιος Βικέντιος και Γρεναδίνες◼◼◼

Szent Ágoston

Αυγουστίνος Ιππώνος

szentbeszéd

κήρυγμα

szentel

αγιάζω

αφιερώνω

szenteltvíz

αγίασμα

Szentföld

Άγιοι Τόποι

szentimentalizmus

συναισθηματισμός

szentjánosbogár

πυγολαμπίδα

szentjánoskenyér

ξυλοκέρατο

χαρούπι

szentjánoskenyérfa

χαρουπιά◼◼◼

Szentlélek

Άγιο Πνεύμα (Ágio Pnévma)

Szentpétervár

Αγία Πετρούπολη (Agía Petroúpoli)◼◼◼

Szentszék

Αγία Έδρα◼◼◼

szentség

μυστήριο

szentségtörés

ανοσιούργημα

ιεροσυλία

szentségtörő

ιερόσυλος

12

Το ιστορικό σας