ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

szellőztetés σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
szellőztetés

(εξ)αερισμός◼◼◼

ventiláció/szellőztetés

(εξ)αερισμός

Το ιστορικό σας