ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

szünet σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
szünet

διακοπές◼◼◼

διάλειμμα◼◼◼

διάλειμμα (το)◼◼◼

διάστημα◼◼◼

διακοπή◼◼◼

βάση◼◼◻

παύση◼◻◻

ανάπαυλα◼◻◻

ανάπαυση◼◻◻

στάση◼◻◻

ιντερλούδιο

σπάω

szünetelés

παύση◼◼◼

ebédszünetre mentem

έξω για φαγητό

fegyverszünet

ανακωχή

εκεχειρία

rendelünk egy kis italt a szünetben?

να παραγγείλουμε ποτά για το διάστημα;

tűzszünet

ανακωχή

εκεχειρία

vakáció, nyaralás, szünet

διακοπές (οι)

áramszünet

η διακοπή ρεύματος

üzemszünet

διακοπή◼◼◼

Το ιστορικό σας