ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

διάλειμμα σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
διάλειμμα

szünet◼◼◼

időköz◼◻◻

intervallum◼◻◻

elszakít

kikapcsolódás

tör

törik

összetör

διάλειμμα (το)

szünet◼◼◼

αναψυχή/διάλειμμα

kikapcsolódás