ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

szülő σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
szülő

γονέας (ο)◼◼◼

πατέρας◼◻◻

αρχή◼◻◻

γεννήτορας◼◻◻

γονιός◼◻◻

συγγενής◼◻◻

ph₂tḗr

szülőföld

πατρίδα

πατρίς

χώρα

szülőhely

τόπος γέννησης

szülői

γονικός◼◼◼

szülők

γονείς◼◼◼

γονέας

(el)készít (→ ετοιμάζομαι készülődik, [el]készül)

ετοιμάζω

szülődik

ετοιμάζομαι (-στώ)

nagyszülő

μάμμη◼◼◼

γιαγιά◼◼◻

παππούς◼◼◻