ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

ετοιμάζομαι (-στώ) σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
ετοιμάζομαι (-στώ)

készülődik

προετοιμάζομαι (-στώ)(+ για vmre)

felkészül