ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

szövet σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
szövet

ύφασμα◼◼◼

χαρτί◼◼◻

δομή◼◼◻

εκατό◼◻◻

πλέγμα◼◻◻

szövetanyag

ύφασμα/υπόθεμα/πλέγμα/φέρων οργανισμός

szövetkezet

συνεταιρισμός◼◼◼

cooperative◼◻◻

συνεργάσιμος

συνεταιριστικός

szövetkezeti

συνεταιρισμός◼◼◼

cooperative◼◻◻

συνεταιριστικός◼◻◻

szövetség

ένωση◼◼◼

ομοσπονδία◼◼◻

συνομοσπονδία◼◼◻

συμμαχία◼◻◻

σωματείο◼◻◻

συνασπισμός◼◻◻

σύλλογος◼◻◻

συνεταιρισμός

ευθυγράμμιση

συνδικάτο

βέρα

διαθήκη

szövetséges

σύμμαχος◼◼◼

szövetségi

ομοσπονδιακός◼◼◼

szövetségi hatóság

ομοσπονδιακή αρχή◼◼◼

szövetségi kormány

ομοσπονδιακή κυβέρνηση◼◼◼

szövetségi törvény

ομοσπονδιακός(ή) νόμος (νομοθεσία) (Γερμανία)

ομοσπονδιακός(ή) νόμος (νομοθεσία) [Γερμανία]

szövetségi állam

ομοσπονδία

szövettan

ιστολογία◼◼◼

szövettápláló szint

τροφικό επίπεδο

Délkelet-Ázsiai Nemzetek Szövetsége

ASEAN

Ένωση Κρατών της Νοτιοανατολικής Ασίας

Délkelet-ázsiai Nemzetek Szövetsége

Ένωση Χωρών της Νοτιοανατολικής Ασίας

Hanza-szövetség

Τευτονική Χάνσα

környezetvédelmi szövetség/egyesület

σύλλογος προστασίας του περιβάλλοντος

kötőszövet

συνδετικός ιστός◼◼◼

12

Το ιστορικό σας