ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

εκατό σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
εκατό

szövet◼◼◼

cent◼◻◻

egyszáz◼◻◻

εκατό (100)

száz (100)◼◼◼

εκατό (ekató)

száz◼◼◼

εκατό χιλιάδες (100 000)

százezer (100 000)

εκατόλιτρο

hektoliter◼◼◼

εκατόν

száz

εκατόν (ekatón)

száz

εκατόν ένα

százegy

εκατόν έντεκα (111)

száztizenegy (111)

δεκατόμετρο

deciméter◼◼◼

θα ήθελα να τραβήξω εκατό λίρες

szeretnék felvenni 100 fontot

τις εκατό

százalék

τοις εκατό

százalék◼◼◼

τοις εκατό (tois ekató)

százalék◼◼◼