ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

szárít σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
szárít

ξηρός◼◼◼

άνυδρος

στεγνός

στεγνώνω

szárítás

στέγνωμα◼◼◼

(απο)ξήρανση/στέγνωμα

elszárít

μαραίνομαι

μαραίνω

hajszárító

σεσουάρ◼◼◼

το σεσουάρ, το πιστολάκι

kiszárítás

καθολική αποξήρανση

szeretné ha megszárítanám?

θέλετε να τα στεγνώσουμε με το πιστολάκι;

Το ιστορικό σας