Vänligen aktivera javascript för att använda ordbok! Hur aktiverar jag javascript?
ξηρός▼◼◼◼
άνυδρος▼
στεγνός▼
στεγνώνω▼
στέγνωμα▼◼◼◼
(απο)ξήρανση/στέγνωμα▼
μαραίνομαι▼
μαραίνω▼
σεσουάρ▼◼◼◼
το σεσουάρ, το πιστολάκι▼
καθολική αποξήρανση▼
θέλετε να τα στεγνώσουμε με το πιστολάκι;▼
↑