ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

számol σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
felszámolás

παύση δραστηριοτήτων◼◻◻

διακοπή λειτουργίας

felszámolása

εξάλειψη

felszámoló

εκκαθαριστής◼◼◼

felszámolóbiztos

εκκαθαριστής◼◼◼

környezeti elszámolás/számbavétel

περιβαλλοντική λογιστική

megszámol

καταμέτρηση◼◼◼

μέτρηση◼◻◻

μετρώ

nemzeti elszámolás

λογιστική του δημοσίου

12

Το ιστορικό σας